- Θηβαικοῦ
- Θηβαϊκοῦ , Θηβαῖοςto Thebesmasc/neut gen sgΘηβαικόςto Thebesmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHEMNIS — Aegypti Insula. De qua Pomp. Mela, l. 1. c. 9. ubi de Aegypto: Alia quoque in his terris mira sunt. In quodam lacis Chemnis insula locos silvasque et Apollims grande sustinens templum, natat, et quocumque venti agunt, pellitur. Sed ibi Chemmis… … Hofmann J. Lexicon universale
Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… … Dictionary of Greek
Αμένοφις ή Αμενχοτέπ — Όνομα τεσσάρων φαραώ της Αιγύπτου της 18ης δυναστείας (16ος–14ος αι. π.Χ.). Το όνομα Αμενχοτέπσημαίνει «ο Άμμων είναι ευχαριστημένος». 1. Α. Α’ (1570 – 1524 π.Χ.). Γιος του Άμαση Α’ και ιδρυτής της 18ης δυναστείας, ανέλαβε τον θρόνο το 1545 π.Χ.… … Dictionary of Greek
κλασικός κύκλος — Σύνολο επικών έργων, που γράφτηκαν κατά τον Μεσαίωνα, με θέματα πρόσωπα και περιπέτειες της κλασικής αρχαιότητας. Στα έργα, που ήταν εμπνευσμένα από τη ζωή των ιπποτών ή από σκανδιναβικές και ανατολικές παραδόσεις, προστέθηκαν, κατά τα τέλη του… … Dictionary of Greek